πηγετός

English (LSJ)

ὁ, = παγετός, D.P.667.

German (Pape)

[Seite 608] ὁ, = παγετός, Dion. Per. 667.

Greek (Liddell-Scott)

πηγετός: ὁ, παγετός, Διον. Π. 667.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο παγετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγ-νυμι + κατάλ. -ετός (πρβλ. πᾰγετός)].