πηλαμίς

German (Pape)

[Seite 610] ἡ, = πηλαμύς, Schaef. Greg. p. 541.

Greek Monolingual

-ίδος, η, Ν
ζωολ. γένος θαλάσσιων δηλητηριωδών φιδιών της οικογένειας hidrophiidae.