πηλοπατίδες
English (LSJ)
αἱ, mudtreaders, ἀρβύλαι π. a kind of boots with thick soles, Hp.Art.62 (v.l. πηλοβατίδες ap.Gal.18(1).680).
German (Pape)
[Seite 610] αἱ, Lehmtreter, ἀρβύλαι, eine Art dickbesohlter Schuhe oder Stiefel, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πηλοπατίδες: -αἱ, αἱ τὸν πηλὸν πατοῦσαι, ἀρβύλαι π., εἶδος ὑποδημάτων ἐχόντων παχὺ πέλμα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 828· ὁ Γαλην. μνημονεύει διάφορ. γραφ. πηλοβατίδες.