πηλοπλάστης

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που πλάθει τον πηλό, ο κεραμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. κεροπλάστης.