ες, maimed, Hsch. s.v. γυιός.
πηρώδης: -ες, βεβλαμμένος κατά τι μέρος τοῦ σώματος, Ἡσύχ. ἐν λ. γυιός.
-ες, Α πηρόςακρωτηριασμένος, ανάπηρος.