πηρώδης

English (LSJ)

ες, maimed, Hsch. s.v. γυιός.

Greek (Liddell-Scott)

πηρώδης: -ες, βεβλαμμένος κατά τι μέρος τοῦ σώματος, Ἡσύχ. ἐν λ. γυιός.

Greek Monolingual

-ες, Α πηρός
ακρωτηριασμένος, ανάπηρος.