πηχίζω
English (LSJ)
measure by the cubit, Sm., Al.Ez.43.13, Supp.Epigr.6.636 (Termessus Major).
Greek (Liddell-Scott)
πηχίζω: μετρῶ διὰ τοῦ πήχεως, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ.· ― πήχισμα, τό, μέτρον, πήχεως, αὐτόθι 4 περὶ Ἀγμ.· πηχισμός, οῦ, ὁ. Ἐκκλ.· πηχίσκος, ὁ, Σουΐδ.