μετρώ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek Monolingual
-άω (ΑΜ μετρῶ, -έω) μέτρον
1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.)
2. υπολογίζω, εκτιμώ κάτι ύστερα από σκέψη, κρίνω (α. «να μετρήσεις καλά τις δυνάμεις σου και έπειτα να αποφασίσεις αν θα διαγωνιστείς» β. «πάντα μετρῶν πρὸς τὸ τῆς ἰδίας πατρίδος συμφέρον», Πολ.)
3. εκφωνώ τους αριθμούς με τη σειρά, κάνω αρίθμηση («θα μετρήσω ώς το εκατό»)
4. λογαριάζω, αριθμώ, εξακριβώνω το πλήθος ομοειδών ή ετεροειδών πραγμάτων ελέγχοντάς τα ένα προς ένα («τους μέτρησε και έλειπαν πέντε»)
νεοελλ.
1. υπολογίζω κάτι με το μάτι, αναμετρώ με το βλέμμα, εξετάζω ερευνητικά («σε γνωρίζω από την όψη, που με βια μετράει τη γη», Σολωμ.)
2. (σχετικά με πτώση από επικλινές έδαφος ή από σκάλα) πέφτω από την κορυφή στη βάση, κατρακυλώ («αυτές τις σκάλες τίς έχω μετρήσει πολλές φορές»)
3. θεωρούμαι έγκυρος («δεν μετράει το καλάθι»)
4. υπολογίζομαι, λογαριάζομαι, έχω αξία («για μένα τα έργα μετράνε και όχι τα λόγια»)
4. μέσ. μετρούμαι και μετριέμαι και μετριώμαι και μετριούμαι
παραβάλλομαι, συγκρίνομαι με κάποιον κατά τη δύναμη ή την αξία, αντιμετριέμαι («αν τολμάς, έλα να μετρηθείς μαζί μου»)
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μετρημένος, -η, -ο
έμμετρος
6. φρ. α) «μετρούνται στα δάχτυλα» ή «είναι μετρημένοι στα δάχτυλα» — είναι πολύ λίγοι, είναι ολιγάριθμοι
β) «μετρήσατε εις διαταγήν μου» — στερεότυπη φράση συναλλαγματικής
γ) «μέτρα μηλιά τα μήλα σου» — λέγεται για απειράριθμα πράγματα
δ) «κουκιά μετρημένα» — λέγεται για καθετί που υπολογίστηκε ή μπορεί να υπολογιστεί ασφαλώς
ε) «με τον ίδιο πήχυ τά μετράει όλα» — λέγεται γι' αυτούς που δεν μπορούν να υπολογίσουν και να συμμορφωθούν με τις ιδιαίτερες κάθε φορά συνθήκες και περιστάσεις
στ) «μετρημένα τα λόγια σου» — λέγεται ως αυστηρή σύσταση που υποδηλώνει και απειλή
ζ) «μετρημένα λόγια» — λίγα και συνετά λόγια
7. παροιμ. α) «από τα μετρημένα τρώει ο λύκος» — ο επιτήδειος και πονηρός είναι ικανός να αρπάξει ακόμη και αυτά που φυλάγονται καλά
β) «μετρημένα τα λουκάνικα κι αμέτρητες οι μέρες» — επιβάλλεται οικονομία
γ) «πέντε μέτρα κι ένα κόβε» — πριν επιχειρήσεις κάτι, σκέψου το καλά
νεοελλ.-μσν.
1. πληρώνω, καταβάλλω χρήματα
2. αποδίδω το αριθμητικό αποτέλεσμα
3. (χρον. ή τοπ.) οριοθετώ
4. υπολογίζω τον βαθμό συγγένειας
5. μοιράζω, διανέμω
6. κάνω απογραφή, καταγράφω
7. διηγούμαι, εξιστορώ ένα-ένα
8. συγκαταριθμώ, συμπεριλαμβάνω
9. αποδίδω, καταλογίζω κάτι σε κάποιον
10. σκέπτομαι, αναλογίζομαι, σχεδιάζω
11. υπολογίζω κάποιον
12. νομίζω, θεωρώ
13. περιμένω, προσδοκώ
14. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) α) αυτός που έχει καταμετρηθεί, υπολογιστεί, ορισμένος, αριθμημένος
β) ολιγάριθμος («είναι μετρημένες οι μέρες του»)
γ) αυτός που ενεργεί με σύνεση, μετριοπαθής, συγκρατημένος, συνετός, φρόνιμος
γ) (για πράγματα) αυτός που γίνεται με μέτρο, όχι υπερβολικός («μετρημένα έξοδα»)
δ) ακριβολογημένος, ακριβής
ε) κανονικός, λογικός, δίκαιος
στ) (για λόγο στίχο κ.λπ.) έμμετρος
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) αυτός που έχει σωστές αναλογίες, αρμονικός
μσν.-αρχ.
υπολογίζω την ποσότητα τών συλλαβών τών στίχων, γράφω εμμέτρως
αρχ.
1. διαβαίνω, διέρχομαι, διασχίζω («πέλαγος μέγα μετρήσαντες», Ομ. Οδ.)
2. δίνω σε κάποιον κάτι ορισμένο («ἐάν ἐξ ἐπικλήρου γένηται... κρατεῖν τῶν χρημάτων, τὸν δὲ σῖτον μετρεῖν τῇ μητρί», Δημοσθ.)
3. (ενεργ. και μέσ.) δανείζω, δανείζομαι
4. μέσ. μετροῦμαι, -έομαι
α) εκτιμώ κάτι με το βλέμμα, υπολογίζω («μετρούμενον ἴχνη τὰ κείνου», Σοφ.)
β) πουλώ κάτι με το μέτρο («περὶ τῶν μετρούντων τ' ἄλφιτ' ἐν τῇ ἀγορᾷ κακῶς», Αριστοφ.)
γ) χωρίζω, ξεχωρίζω κάτι («ἐπὶ τῆς μακρᾱς στοᾱς τὰ ἄλφιτα καθ' ἡμίεκτον μετρούμενοι», Δημοσθ.).