πιθήκειος

English (LSJ)

α, ον, of an ape, ape-like, Gal.2.386, UP3.8, Suid.

German (Pape)

[Seite 613] äffisch, affenartig, Sp., z. B. πιθήκειον βλέπειν.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθήκειος: -α, -ον, ὁ τοῦ πιθήκου, ὁ ἀνήκων εἰς πίθηκον, ὅμοιος πιθήκῳ, πιθηκοειδής, Γαλην. τ. 2, σ. 443, 17, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-α, -ο / πιθήκειος, -ον, ΝΜΑ πίθηκος
νεοελλ.
φρ. «πιθήκεια σχισμή»
ανατ. το επίμηκες ραχιαίο σκέλος της βρεγματοϊνιακής σχισμής που φθάνει και ώς κοντά στον κροταφικό λοβό και βρίσκεται στην έξω επιφάνεια του εγκεφάλου πιθήκων ή ηλιθίων ανθρώπων
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πίθηκο ή ο όμοιος με πίθηκο, πιθηκικός, πιθηκοειδής.