πιθηκιδεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, young ape, ib.7.47.

German (Pape)

[Seite 613] ὁ, das Junge des Affen, Ael. H. A. 7, 47.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
jeune singe.
Étymologie: πίθηκος.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθηκῐδεύς: έως, ὁ, νεογνὸν πιθήκου, «μαϊμουδάκι», Αἰλ. π. Ζ. 7. 47.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
το νεογνό του πιθήκου, μαϊμουδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + επίθημα -ιδεύς (πρβλ. αετιδεύς)].