πικράς

English (LSJ)

πικράδος, ἡ, = ἀνδρόσακες, Ps.-Dsc.3.133.

German (Pape)

[Seite 614] ἡ, bes. fem. zu πικρός, statt πικρά, Hesych., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πικράς: -άδος, ἡ, συνώνυμ. τῷ φυτῷ ἀνδρόσακες, Διοσκ. 3. 150.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
το φυτό ανδρόσακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + επίθημ -άς, -άδος (πρβλ. λευκάς)].