πικραλίδα

Greek Monolingual

η / πικραλίς, -ίδος, ΝΜΑ
το φυτό κιχώριο, αλλ. πικράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πικρίς, κατά το καυκαλίς / -ίδα].