πικράδα

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του πικρού, το να είναι κάτι πικρό («δεν τρώγονται από την πικράδα»)
2. η πίκρα, η βαθιά λύπη («τόσες πικράδες και χολές μάς δίν' ο μαύρος χωρισμός», Βιζυην.)
3. το φυτό κιχώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίκρα + κατάλ. -άδα (πρβλ. ζάλη: ζαλ-άδα)].