πινοφύλαξ

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, = πινοτήρης, Arist.HA547b16, Isid.Char.20, Xenocr. ap. Orib.2.58.98, Artem.2.14.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ΜΑ
βλ. πιννοφύλαξ.