Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πιπί
Greek Monolingual
το, Ν άκλ. 1. (στη γλώσσα τών νηπίων) το αιδοίο του βρέφους και, ιδίως, του κοριτσιού 2.συνεκδ. η ούρηση ή τα ούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ. της βρεφικής ηλικίας (πρβλ. γαλλ. pipi)].