πιπιλίζω
Greek Monolingual
και πιπιλώ, -άω, Ν
1. γλείφω κάτι αργά αργά και για πολλή ώρα με ελαφρές συσπαστικές κινήσεις τών χειλιών και της γλώσσας, βυζαίνω
2. φρ. «μού [σού, του] πιπιλίζει ή πιπίλισε το μυαλό»
μτφ. μέ [σέ, τον] ζαλίζει ή ζάλισε με την παρατεταμένη φλυαρία του για το ίδιο θέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pipilare (κατά τα ρ. σε -ίζω / -άω), ενώ κατ' άλλους από το αρχ. πιπ(π)ίζω].