πιτσύλισμα

Greek Monolingual

και πιτσίλισμα, το, Ν πιτσυλίζω / πιτσιλίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πιτσυλίζω, η εξακόντιση πάνω σε κάποιον ή σε κάτι σταγόνων υγρού, ιδίως ακάθαρτου.