-ατος, τό, = δράγμα, Sch.Theoc.7.157.
πλέκωμα: τό, = δράγμα, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 7. 157.
τὸ, Ατο δράγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πλέκος + κατάλ. -ωμα].