δράγμα
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
-ατος, τό, (δράσσομαι)
A handful; esp. as many stalks of corn as the reaper can grasp in his left hand, truss, Il.11.69, 18.552; also, sheaf, = ἄμαλλα, X.HG7.2.8, Theoc.10.44, Ph.Bel.86.24, BGU 757.16 (i A. D.), Plu.Publ.8.
II later, uncut corn, AP11.365.10 (Agath.), Luc.Hes.7: metaph., πρώτης δράγματα φυταλιῆς = first-fruits, AP6.44 (Leon. (?)), cf. LXX Le.23.12.
III ἐποίησεν ἡ γῆ δράγματα brought forth by handfuls, i.e. plenty, ib.Ge.41.47.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): δράχμα Hes.Fr.359, Nic.Th.667
I 1manojo, haz de mies antes de ser agavillada δράγματα δ' ἄλλα μετ' ὄγμον ἐπήτριμα πῖπτον ἔραζε, ἄλλα δ' ἀμαλλοδετῆρες ἐν ἐλλεδανοῖσι δέοντο unos haces caían en tierra (al ser segados) a lo largo del surco en hilera, otros, los gavilladores los ataban con vencejos, Il.18.552, cf. 11.69
•gener. haz, gavilla προσφοροῦντες τῶν δραγμάτων ἃ ἔτυχεν ... τεθερισμένα X.HG 7.2.8, δεῖ σπείρειν ἕως ἂν ἴδῃ τις δ. Thphr.HP 8.2.8, τὸν ξένον δὲ δράγματι αὐτῷ κολούσας κρατὸς ὀρφανὸν φέρει (ὁ Λιτυέρσης) Sosith.2.19, ἱερὰ δράγματα Call.Del.283, Cer.19, δράγματα καὶ μάκωνας ἐν ἀμφοτέραισιν ἔχοισα de una estatua de Deméter llevando en sus manos gavillas y amapolas Theoc.7.157, σφίγγετ' ... τὰ δράγματα Theoc.10.44, τὸν ἐν τοῖς δράγμασι πυρόν Ph.Mech.86.23, como signo de riqueza ἐποίησεν ἡ γῆ τῆς εὐθενίας δράγματα la tierra produjo gavillas de la abundancia LXX Ge.41.47, ἐπὶ τοὺς δεσμεύοντας τὰ δράγματα LXX Iu.8.3, cf. SB 14197re.62 (III d.C.), πύρινα δράγματα BGU 757.16 (I d.C.), cf. PMich.581.7 (II d.C.), ἐφ' ᾧ ἀναλέξῃς σὺ ... [τὰ] δράγματα PFlor.101.7, cf. PRyl.132.15 (ambos I d.C.), κειμένων ἔτι τῶν δραγμάτων estando todavía las gavillas en el suelo Plu.Publ.8, δράγματα σταχύων I.AI 5.213, κατ' αὐτόθι δράγματα κεῖται Q.S.3.376, c. gen. τὸ ... δ. τῶν πυρῶν I.AI 2.11, τῶν ἀσταχύων τό δ. I.AI 3.251
•fig., de los muertos en combate δράγματα δηιοτῆτος Nonn.D.17.155.
2 sg. colect. fruto producido, cosecha χαλεπὸν γενέσθαι τὸν λιμὸν ἐπὶ τῷ δράχματι Hes.l.c., θέντας τοὺς ἀνθρώπους ... πλησίον τοῦ δράγματος D.S.1.14, πλῆσον ἀρούρας δράγματος llena mis campos de fruto, AP 6.40 (Macedon.), ἄκρον ... δράγματος ὀρνυμένου punta del fruto naciente, e.e., de la espiga, AP 11.365 (Agath.), tb. plu. εὐθαλῆ ἔσται τὰ δράγματα Luc.Hes.7, πρώτης δράγματα φυταλιῆς primeros frutos, AP 6.44 (Leon.?)
•contextualmente fiesta de la cosecha Ph.2.294.
II ref. gener. a lo que cabe en una mano
1 puñado δ. χερὸς πλήσας Nic.l.c., ψαιστῶν ὀλίγων δ. πενιχραλέων AP 6.190.6 (Gaet.).
2 racimo Hsch.δ 2348.
3 dud. contraseña Hsch. (prob. error por δραματούργημα).
• Etimología: Cf. δράσσομαι.
German (Pape)
[Seite 663] τό (Bekk. Pol. 2, 147 schreibt δρᾶγμα), das Zusammengefaßte, so viel man mit der Hand fassen (δράσσω) kann; ψαιστῶν ὀλίγων Gaetul. 3 (VI, 190); bes. von Getreide, so viel der Schnitter mit der linken Hand umfaßt , um es abzuschneiden, Hesych., od. der Garbenbinder zusammenfaßt, Aehrenbündel, Garbe; bei Plut. Poplic. 8 = ἄμαλλα; vgl. Ath. 618 d; bei Homer zweimal, von dem abgemäht werdenden und dem abgemäht daliegenden, aber noch nicht zu Garben zusammengebundenen Getreide, Iliad. 11, 69 τὰ δὲ δράγματα ταρφέα πίπτει, 18, 552 δράγματα δ' ἄλλα μετ' ὄγμον ἐπήτριμα πῖπτον ἔραζε, ἄλλα δ' ἁμαλλοδετῆρες ἐν ἐλλεδανοῖσι δέοντο; folgde Dichter, wie Theocr. 10, 44. Auch Kan. Hell. 7, 2, 8. Auch die noch stehenden Aehren, die Saat; μηδὲ χαλάζῃ ἄκρον ἀποδρυφθῇ δράγματος ὀρνυμένου Agath. 71 (XI, 365).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 la poignée de tiges que le moissonneur saisit de la main gauche;
2 gerbe d'épis moissonnés, gerbe;
3 blé non encore coupé, moisson.
Étymologie: δράσσομαι.
Russian (Dvoretsky)
δράγμα: ατος τό δράσσομαι
1 горсть, пригоршня (ψαιστῶν Anth.): τὰ δράγματα ταρφέα πίπτει Hom. (колосья под ударами серпов) падают горсть за горстью;
2 охапка, сноп (δράγματα τεθερισμένα Xen., Plut.);
3 pl. колосья, урожай (ὕσαντος τοῦ θεοῦ εὐθαλῆ ἔσται τὰ δράγματα Luc.): πρώτης δράγματα φυταλιῆς Anth. первый сбор урожая, первинки.
Greek (Liddell-Scott)
δράγμα: τό (δράσσομαι) ὅσον δύναταί τις νὰ περιλάβῃ διὰ τῆς χειρός, «φούχτα», Λατ. manipulus· ἰδίως ὅσον ὁ θεριστὴς δύναται νὰ περιλάβῃ εἰς τὴν ἀριστεράν του χεῖρα, «δραξιά», Ἰλ. Λ. 69, Σ. 552· ― ὡσαύτως, δέμα, δεμάτιον, = ἄμαλλα, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 8, Πλούτ. Ποπλικ. 8. ΙΙ. μεταγ., ἀθέριστος, ἄδρεπτος σῖτος, «σπαρτό», Ἀνθ. Π. 11. 365, Λουκ. Ἡσ. 7· μεταφ., πρώτης δράγματα φυταλιῆς, ἀπαρχαί, οἱ πρῶτοι καρποί, Ἀνθ. Π. 6. 44.
English (Autenrieth)
(δράσσομαι): handful of grain cut by the sickle, Il. 11.69 and Il. 18.552.
Greek Monolingual
(-ατος), το (AM δράγμα, το
Μ και δράγμα και δράμα, η) δράττομαι
η ποσότητα που μπορεί κάποιος να κρατήσει στο χέρι του, «φούχτα», χεροβολιά, δραξιά
μσν.
μικρή, ελάχιστη ποσότητα
αρχ.
1. δέμα, δεμάτι
2. αθέριστο σιτάρι, σπαρτό
3. οι πρώτοι καρποί.
Greek Monotonic
δράγμα: -ατος, τό (δράσσομαι),·
I. όσα μπορεί να πιάσει κάποιος με το χέρι, μια «χούφτα», δεμάτι σιταριού, Λατ. manipulus, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, δεμάτι, χειρόβολο, = ἄμαλλα, σε Ξεν.
II. άκοπο, μη αλεσμένο σιτάρι, σε Ανθ., Λουκ.
Middle Liddell
δράγμα, ατος, τό, n n δράσσομαι
I. as much as one can grasp, a handful, truss of corn, Lat. manipulus, Il.:—also a sheaf, = ἄμαλλα, Xen.
II. uncut corn, Anth., Luc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ὅσο χωράει μία φούχτα, δέμα). Ἀπό τό δράττομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.