πλέξις
English (LSJ)
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
πλέξις: πλέξεως, ἡ, τὸ πλέκειν, ὑφαίνειν, Πλάτ. Πολιτ. 308D, Γεωπ. 10. 6.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλέξις πλέξεως, ἡ [πλέκω] het vlechten.
πλέξις: πλέξεως, ἡ, τὸ πλέκειν, ὑφαίνειν, Πλάτ. Πολιτ. 308D, Γεωπ. 10. 6.
πλέξις πλέξεως, ἡ [πλέκω] het vlechten.