πλήγνυμι
English (LSJ)
v. ἐκπλήγνυμι.
German (Pape)
[Seite 632] seltene att. Nebenform von πλήσσω, ἐκπλήγνυσθαι Thuc. 4, 125.
Greek (Liddell-Scott)
πλήγνυμι: πλήσσω, Θουκ. 4. 125 (ἐν τῷ συνθέτῳ ἐκπλήγνυσθαι).
v. ἐκπλήγνυμι.
[Seite 632] seltene att. Nebenform von πλήσσω, ἐκπλήγνυσθαι Thuc. 4, 125.
πλήγνυμι: πλήσσω, Θουκ. 4. 125 (ἐν τῷ συνθέτῳ ἐκπλήγνυσθαι).