πλήμη

English (LSJ)

ἡ, flood-tide, Plb.20.5.11, 34.9.5, D.H.1.79, D.S.17.106 (pl.), Str.3.2.5 (pl.), Peripl.M.Rubr.44; cf. πλήσμη.

German (Pape)

[Seite 633] ἡ, auch πλήμμη geschrieben, seltene Form von πλήσμη; Pol. 20, 5, 11; Strab. 3, 2. 7 im plur.; VLL.; vgl. Schaf. ad Ap. Rh. 2 p. 288.

Russian (Dvoretsky)

πλήμη: ἡ Polyb., Diod. = πλήμμη.

Greek (Liddell-Scott)

πλήμη: ἢ πλήμμη, ἡ, μεταγεν. τύπος τοῦ πλήσμη, Πολύβ. 20. 5, 11., 34. 9, 5, Διον. Ἁλ., κλπ.· ἴδε Wessel. εἰς Διόδ. 1. 208.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
βλ. πλήμμη.