πλήμμη

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

German (Pape)

[Seite 633] ἡ, s. πλήμη.

Russian (Dvoretsky)

πλήμμη: и πλήμη ἡ Polyb., Diod. = πλήσμη.

Greek (Liddell-Scott)

πλήμμη: ἡ, ἴδε πλήμη.

Greek Monolingual

και πλήμη, η, ΝΜΑ, και πλήσμη Α
η πλημμυρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλήμη < θ. πλη- του πίμ-πλη-μι + κατάλ. -μη, ο τ. πλήσμη < θ. πλησ- (πρβλ. παθ. αόρ. -πλήσ-θην), ενώ ο τ. πλήμμη κατ' επίδραση του τ. πλημμυρίς.