πλαγιά

Greek Monolingual

η, Ν
η κλιτύς, κατωφέρεια λόφου ή βουνού, καθεμιά από τις δύο επιφάνειες του βουνού που αρχίζουν από την κορυφή του και καταλήγουν στους πρόποδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. πλάγιος.