πλαγιοδρομία
Greek Monolingual
η, Ν
ναυτ. ένας από τους συνηθισμένους τρόπους ιστιοδρομίας, κατά την οποία το ιστιοφόρο πλοίο δέχεται τον άνεμο στην πλευρά του, λοξά ως προς τον διαμήκη άξονά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + -δρομία (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο-δρομία. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. πλαγιοδρομίαι, μαρτυρείται από το 1887 στον Άγγ. Βλάχο].