πλαγιοφύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ, guarding the flanks of an army on the march, ἶλαι π. D.S.19.82 (v.l. πλᾰγιο-φύλακοι); especially of the corner man in the ῥόμβος (q.v.) of cavalry, Ascl.Tact.7.2,6, Arr.Tact.16.5; cf. πλαγυφύλαξ.
German (Pape)
[Seite 623] ακος, ὁ, der die Flanken des Heeres auf dem Marsche bewacht u. schützt, D. Sic. 19, 82.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰγιοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τὰ πλάγια στρατοῦ κατὰ τὴν πορείαν, τρεῖς ἴλας ἱππέων καὶ πλαγιοφύλακας τὰς ἴσας Διόδ. 17. 82.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰγιοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) adj. охраняющий (прикрывающий) фланги (ἶλαι Diod.).