πλαισιῶ, -όω, ΝΑ πλαίσιον
περιβάλλω κάτι με πλαίσιο, εγκλείω κάτι σε πλαίσιο
νεοελλ.
μτφ. α) βρίσκομαι γύρω από κάποιον ως βοηθός ή συνεργάτης («τον πρύτανη πλαισιώνουν ικανά στελέχη»)
β) περιβάλλω κάτι σαν πλαίσιο («ωραία κτήρια πλαισιώνουν την πλατεία»).