πλακουτσωτός
Greek Monolingual
και πλατσουκωτός, -ή, -ό, Ν πλακουτσώνω
1. αυτός που έχει υποστεί πλάτυνση, ο πεπλατυσμένος
2. ο κάπως πλατύς.
και πλατσουκωτός, -ή, -ό, Ν πλακουτσώνω
1. αυτός που έχει υποστεί πλάτυνση, ο πεπλατυσμένος
2. ο κάπως πλατύς.