πλακωτή

English (LSJ)

ἡ, a form of καδμεία (cf. πλακίτης ΙΙ), Dsc.5.74.

Greek Monolingual

ἡ, Α πλακώ
είδος ορυκτού που χρησίμευε ως φάρμακο για τα μάτια, πλακῖτις.