πλαστήριον

German (Pape)

[Seite 625] τό, Bildnerwerkstatt.

Greek (Liddell-Scott)

πλαστήριον: τό, ἐργαστήριον πλαστικῆς, (ἐν τῇ νῦν ὁμιλουμένη πλαστήριον εἶναιτράπεζα ἐφ’ ἧς ἀνοίγουσι τὰ φύλλα τῆς πήττας αἱ γυναῖκες), Θεόδ. Ἀγκύρ. 139Β.