πλατυπόδαρος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει πλατιά πόδια, πλατύποδας
2. αυτός που πάσχει από πλατυποδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + ποδάρα].