Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλατυποδία

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του πλατύποδα
2. ιατρ. συγγενής ή επίκτητη επιπέδωση της επιμήκους ποδικής καμάρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. platypodia (< πλατυ- + -ποδία < πούς, ποδός)].