πλατυποδία

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του πλατύποδα
2. ιατρ. συγγενής ή επίκτητη επιπέδωση της επιμήκους ποδικής καμάρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. platypodia (< πλατυ- + -ποδία < πούς, ποδός)].