τό, Dim. of πλέγμα 1.2, Arist.PA685b5, M.Ant.2.2.
πλεγμάτιον: (ᾰ) τό [demin. к πλέγμα бинт, бандаж (τοῖς πλεγματίοις τοὺς δακτύλους ἐμβάλλειν Arst.).
πλεγμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πλέγμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 9, 13.
τὸ, Α πλέγμα, -ατος]μικρό πλέγμα.