τό, Dim. of πλέξις, Suid. s.v. ἔρσις.
[Seite 630] τό, dim. von πλέξις, Suid. v. ἔρσις.
πλεξείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πλέξις, Σουΐδ. ἐν λ. ἕρσις.
τὸ, Α πλέξιςυποκορ. του πλέξις.