πλεξείδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of πλέξις, Suid. s.v. ἔρσις.

German (Pape)

[Seite 630] τό, dim. von πλέξις, Suid. v. ἔρσις.

Greek (Liddell-Scott)

πλεξείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πλέξις, Σουΐδ. ἐν λ. ἕρσις.

Greek Monolingual

τὸ, Α πλέξις
υποκορ. του πλέξις.