ἔρσις

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρσις Medium diacritics: ἔρσις Low diacritics: έρσις Capitals: ΕΡΣΙΣ
Transliteration A: érsis Transliteration B: ersis Transliteration C: ersis Beta Code: e)/rsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (εἴρω A) a binding, band, Suid., etc., v.l. in Th.1.6.

German (Pape)

[Seite 1035] ἡ, nach Suid. auch ἕρσις, die Verknüpfung, Verflechtung, Sp.; bei Thuc. 1, 6 wird jetzt dafür ἔνερσις gelesen.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρσις: -εως, ἡ, (εἴρω) πλοκή, ἀνάδεσις, «ἔρσις, τὸ πλεξείδιον» Σουΐδ. κτλ., διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 1. 6, Θεοφύλ. Σιμοκ. σ. 152D.

Greek Monolingual

ἔρσις, -εως, ἡ (Α) είρω
1. συναρμογή, σύνδεση, ανάδεση
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἔρσις
πλεξίδιον».