πλευμονίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = πλευμονία (pneumonia, disease of the lungs), Hp. Int. 3 (v.l. πνευμονίς).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πλευμονίς: -ίδος, ἡ, = τῷ προηγ., Ἱππ. 533. 16.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ Α
βλ. πνευμονίς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλευμονίς -ίδος, ἡ [πλεύμων] longziekte.