πλευμονίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = πλευμονία (pneumonia, disease of the lungs), Hp. Int. 3 (v.l. πνευμονίς).

German (Pape)

[Seite 631] ίδος, ἡ, = πλευμονία, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πλευμονίς: -ίδος, ἡ, = τῷ προηγ., Ἱππ. 533. 16.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ Α
βλ. πνευμονίς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλευμονίς -ίδος, ἡ [πλεύμων] longziekte.