Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πλευροβράγχιο
Greek Monolingual
το, Ν βράγχιο στερεωμένο στο τοίχωμα του σώματος τών καρκινοειδών, κάτω από την άρθρωση ενός θωρακικού εξαρτήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pleurobrancie<πλευρά+βράγχιο].