πλευροβράγχιο

Greek Monolingual

το, Ν
βράγχιο στερεωμένο στο τοίχωμα του σώματος τών καρκινοειδών, κάτω από την άρθρωση ενός θωρακικού εξαρτήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pleurobrancie < πλευρά + βράγχιο].