πλευρομίτωση

Greek Monolingual

η, Ν
βιολ. ιδιαίτερος τρόπος μίτωσης, που παρατηρείται στα τρηματοφόρα, τα μαστιγοφόρα, τα περιδίνια κ.ά. οργανισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pleuromitose < πλευρά + μίτωση].