πλευροτυπής
English (LSJ)
πλευροτυπές, with striking of the sides, κέλαδος, of a cock crowing, AP12.137 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 631] ές, die Seiten, Rippen schlagend, κέλαδος, Mel. 72 (XII, 137), des Hahns.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui frappe le côté.
Étymologie: πλευρόν, τύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλευροτυπής -ές [πλευρόν, τύπτω] de zijden treffend:. κράζεις πλευροτυπῆ κέλαδον jij (haan) maakt zo’n lawaai bij het kraaien, dat het mijn lijf pijn doet AP 12.137.2.
Russian (Dvoretsky)
πλευροτῠπής: досл. ударяющий по ребрам, перен. пронзительный, оглушительный (κέλαδος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πλευροτῠπής: -ές, ὁ μετὰ κτυπήματος τῶν πλευρῶν, ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος, ἐννύχιος κράζεις πλευροτυπῆ κέλαδον Μελέαγρος ἐν Ἀνθ. Παλ. 12. 137.
Greek Monolingual
-ές Α
φρ. «πλευροτυπής κέλαδος» — το λάλημα του πετεινού, ο οποίος ταυτόχρονα χτυπάει τα φτερά στα πλευρά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. μηροτυπής, στερνοτυπής].
Greek Monotonic
πλευροτῠπής: -ές, αυτός που χτυπά από τα πλάγια ή στα πλευρά, σε Ανθ.
Middle Liddell
πλευρο-τῠπής, ές
striking the sides or ribs, Anth.