πλευροφυής

Greek Monolingual

-ές, Μ
(για την Εύα) αυτή που γεννήθηκε από την πλευρά του Αδάμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. γυναικοφυής, πετροφυής].