πλευρόκοκκος

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ.
γένος χλωροφυκών που περιλαμβάνει μικροσκοπικά μονοκυτταρικά είδη, τα οποία απαντούν ως λεπτό, πράσινο κάλυμμα της υγρής, σκιερής πλευράς δέντρων, βράχων και του εδάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleurococcus (< πλευρά + κόκκος)].