πλεῖθος

English (LSJ)

Boeotian for πλῆθος.

Greek (Liddell-Scott)

πλεῖθος: Βοιωτ. ἀντὶ πλῆθος Συλλ. Ἐπιγρ. 1569 ΙΙΙ. 46.