πλημμέλησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, trespassing, sinning, LXX 2 Es.10.19.

German (Pape)

[Seite 633] ἡ, das Fehlen, Sündigen, Sp., wie LXX.

Greek (Liddell-Scott)

πλημμέλησις: ἡ, σφάλμα, ἁμαρτία, Ἑβδ. (Ἔσδρ. Ι΄, 19).

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α πλημμελώ
αμαρτία.