[Seite 634] ion. statt πλανόδιος, vom Wege abirrend, Hesych.
πληνόδιος: -α, -ον, ὁ πεπλανημένος τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, ἄδικος, Ἡσύχ.
-ία, -ον, Αιων. τ. βλ. πλανόδιος.