πλινθουλκός

English (LSJ)

ὁ, brickmaker, PCair.Zen.176.22 (pl., iii B.C.), Poll.7.163, etc.

German (Pape)

[Seite 637] Ziegel streichend, Poll. 7, 163.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθουλκός: ὁ, (ἕλκω) ὁ ἕλκων, κόπτων πλίνθους, πλινθουργός, Πολυδ. Ζϳ, 163· -ουλκέω, αὐτόθι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. λιθουλκός, ξιφουλκός].