πλουσίως
English (Strong)
adverb from πλούσιος; copiously: abundantly, richly.
French (Bailly abrégé)
adv.
richement, abondamment;
Cp. πλουσιώτερον.
Étymologie: πλούσιος.
Russian (Dvoretsky)
πλουσίως:
1 богато, обильно (ἱερὸν π. κατεσκευασμένον ἀναθήμασι Her.);
2 богато, пышно (π. τετάφθαι или τεθάφθαι Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Chinese
原文音譯:plous⋯wj 普魯西俄士
詞類次數:副詞(4)
原文字根:富有 地
字義溯源:豐富地,豐豐富富,充分地,厚,厚厚;源自(πλούσιος)=富裕的); (πλούσιος)出自(πλοῦτος)=財富),而 (πλοῦτος)出自(πίμπλημι)*=充滿)
出現次數:總共(4);西(1);提前(1);多(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 豐富的(2) 西3:16; 彼後1:11;
2) 豐富地(1) 多3:6;
3) 厚(1) 提前6:17