πλουτοκτησία
Greek Monolingual
η, Ν
η απόκτηση πλούτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -κτησία (< -κτήτης < κτῶμαι), πρβλ. ιδιο-κτησία, πλοιοκτησία].
η, Ν
η απόκτηση πλούτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -κτησία (< -κτήτης < κτῶμαι), πρβλ. ιδιο-κτησία, πλοιοκτησία].