απόκτηση

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561

Greek Monolingual

η (AM ἀπόκτησις)
το να αποκτά κάποιος κάτι
αρχ.
η απώλεια.