πλοϊκός

English (LSJ)

πλοϊκή, πλοϊκόν, = πλώϊμος, Suid. πλόϊμος, v. πλώϊμος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πλοϊκός, -ή, -όν, ΝΑ πλόος/πλους]
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στον πλου
2. φρ. «πλοϊκοί φανοί [ή πλοϊκά φώτα]» — φώτα που οφείλει να έχει αναμμένα σε όλη τη διάρκεια της νυκτερινής πορείας του ένα πλοίο στον πρωραίο ιστό, στην πρύμνη και στα πλευρά του, κν. φώτα της γραμμής
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «πλώιμος».

German (Pape)

πλόϊμος, zweifelhaft.