Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλώιμος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλώῐμος Medium diacritics: πλώιμος Low diacritics: πλώιμος Capitals: ΠΛΩΙΜΟΣ
Transliteration A: plṓimos Transliteration B: plōimos Transliteration C: ploimos Beta Code: plw/imos

English (LSJ)

or πλόϊμος, ον, (πλώω)
A fit for sailing:
1 of a ship, seaworthy, Th.1.29,50, 2.13, D.56.23, etc.; also, fit for shipbuilding, τῶν ξύλων τὰ πλωιμώτατα Plu.2.676a.
2 of navigation, ἤδη πλωϊμωτέρων ὄντων as navigation advanced, as circumstances became favourable for navigation, Th.1.7, cf. 8; but πλωΐμων γενομένων when the weather was fit for sailing, D.H.1.63; τὴν θάλατταν ἐκ Διονυσίων π. εἶναι Thphr. Char.3.3; τῆς ὥρας ἐστὶ τὰ π. Hld. 5.21.
3 of a river, navigable, ῥαπτοῖς πλοίοις Str.7.4.1.
4 of goods, sea-borne, Just.Nov.163.2.—Most codd. of Th. and D. give πλόϊμος (also found in Thphr. l.c.), though in Th. they give πλωΐζω.

Greek (Liddell-Scott)

πλώιμος: ἢ πλόϊμος, ον, (πλώω) ἐπιτήδειος πρὸς πλοῦν· 1) ἐπὶ πλοίου, τὸ εἰς πλοῦν κατάλληλον, τὸ δυνάμενον νὰ πλεύσῃ, Θουκ. 1. 29, 50., 2. 13, Δημ. 1290. 1, κτλ.· ὡσαύτως, ξύλα πλ., κατάλληλα εἰς ναυπηγίαν, Πλούτ. 2. 676Α. 2) ἐπὶ τῆς ναυτιλίας, πλωιμωτέρων γενομένων ἢ ὄντων, ἐπειδὴναυτιλία προώδευσεν, αἱ περιστάσεις ἐγένοντο μᾶλλον εὐνοϊκαὶ πρὸς ναυτιλίαν, Θουκ. 1. 7, 8· ― ἀλλά, πλωίμων γενομένων, ὅτε ὁ καιρὸς ἐγένετο κατάλληλος πρὸς πλοῦν, Διον. Ἁλ. 1. 63 οὕτω· τὴν θάλατταν ἐκ τῶν Διονυσίων πλ. εἶναι Θεοφρ. Χαρακτ. 3· τῆς ὥρας ἐστὶ τὰ πλώιμα Ἡλιόδ. 5. 21. ― Τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Θουκ. καὶ Δημ. συμφωνοῦσιν ἔχοντα τὸν τύπον πλόϊμος, ἂν καὶ τὰ τοῦ Θουκ. ἔχουσι τὸ ῥῆμα πλωΐζω· ― ὁ Σοφ. λέγει, πέλαγος οὐ πλώσιμον, Ο. Κ. 663· ὁ Σουΐδ. πλοϊκὴ θάλασσα. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 539.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλώϊμος, -ον ΝΜΑ
ο πλόιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλώω «πλέω» + κατάλ. -ιμος (πρβλ. πλόιμος)].

Middle Liddell

πλώιμος, ορ πλόϊμος, ον, πλώω
fit for sailing:
1. of a ship, fit for sea, seaworthy, Thuc.
2. of navigation, πλωιμωτέρων γενομένων or ὄντων as navigation advanced, as circumstances became favourable for navigation, Thuc.

Mantoulidis Etymological

(=κατάλληλος γιά πλεύσιμο). Ἀπό τό πλώω, ἰων. τοῦ πλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.