πλωριός

Greek Monolingual

-ά, -ό, Ν
1. αυτός που βρίσκεται στην πλώρη, πρωραίος («πλωριό κατάρτι»)
2. αυτός που είναι στραμμένος προς την πλώρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωραίος < πρῷρα.